πολύηχος

πολύηχος
-η, -ο / πολύηχος, -ον, ΝΜΑ
πολυηχής
αρχ.
θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.).
επίρρ...
πολυήχως Α
με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ-ηχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύηχος — noisy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχως — πολύηχος noisy adverbial πολύηχος noisy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύηχον — πολύηχος noisy masc/fem acc sg πολύηχος noisy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχοις — πολύηχος noisy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχου — πολύηχος noisy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχους — πολύηχος noisy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχων — πολύηχος noisy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύηχοι — πολύηχος noisy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мъногогласьнъ — (1*) пр. Многоголосый: Аще ли же по рассужению страшна нѣкоѥго и многогласна. ѿ всѣхъ бо нб(с)ныхъ силъ. ан҃гльскихъ множьства. похвалѧѥми. (πολύηχος) ФСт XIV, 131в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”